1.

Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ’ ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος –
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;
Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς –
τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους;
Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα –
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου.

2
Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ,
ξυπνάει η φωνή σου μέσα μου και με ρημάζει·
κι όταν η νύχτα όλες τις γλυκιές εικόνες διώχνει,
προβάλλει εντός μου η βρώμικη ομορφιά σου
και σβήνει από τα μάτια τη λάμψη του Θεού.
Και τότε δίνομαι στο έγκλημα της μοναξιάς,
που χρόνια τώρα μέσα μου το ετοιμάζω,
και πια δεν έχει ουράνιο φεγγοβόλημα,
δεν έχει πια παιδικές χορωδίες,
μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς,
νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.

3.
απ’ το Βαρδάρι ως το Συντριβάνι
(τι Λευκό Πύργο τι Πλατεία Δικαστηρίων)
σε ψάχνω σ’ όλα τ’ αγοραία πεζοδρόμια
έφαγα όλα τα γιαπιά για να σε βρω
Μην είσαι σε κανένα σινεμά
μην παίζεις σε κανένα σφαιριστήριο
ή τάχα ποια ρουφήχτρα να σε χαίρεται
σε ποιο δωμάτιο σε ποιο πάρκο σε ποιο κέντρο,
και τριγυρνώ μονάχος κι αξεδίψαστος
απ’ το Βαρδάρι ως το το Συντριβάνι
δεν εξαρθρώνεται αυτός ο πυρετός
δεν επανδρώνεται με άλλους η καρδιά μου.

4.
Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσὺ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.

5.
Στάξε μου το σάλιο σου να γίνω λάσπη
ως πότε θα ‘μαι χώμα ξερό;

6.
μπατιρημένο κουρείο
Σάββατο βράδυ
χωρίς δουλειά
μπατιρημένο κορμί
Σάββατο βράδυ
χωρίε έρωτα

7.
Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου.

8.
Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλορροούσε η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και μες στην τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί —
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από θάνατο
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

9.
είσαι υπόκοσμος
είμαι απόκοσμος

10.
Το βράδυ που σκότωσαν τον Λαμπράκη,
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.
Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια. 

 

Ντίνος Χριστιανόπουλος

 

|Καμιά φορά μέσα στη δυστοπία ψάχνω να βρω κάτι να γράψω, ή καλύτερα για κάποιον να γράψω. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με έχει σώσει πολλές φορές. Από τη βαρεμάρα, από τη σοβαροφάνεια, από την πλήξη του συντηρητισμού γύρω, από τη δηθενιά. Γενικά από τους πληκτικούς. Σνομπ και ιδιότροπο τον είπαν πολλοί όσο ζούσε κι ακόμα ίσως κάποιοι τον λένε, αλλά σε αντίθεση με εκείνους που "δεν" είναι σνομπ και ιδιότροποι μια χαρά το άνοιγε το σπίτι του για συζήτηση σε δημοσιογράφους, έδωσε πολλές συνεντεύξεις. Δεν ξέρω, ίσως τελικά όλα να είναι αυτό που έλεγε κι ο ίδιος, αυτή να είναι η απάντηση,  όπως αυτή που είχε δώσει όταν τον ρώτησαν αν πιστεύει πως είναι προκλητικός: «Εσείς το πιστεύετε; Δεν ξέρω αν είμαι. Ξέρω ότι μου αρέσει να προκαλώ τους υποκριτές».
Γιος προσφύγων ήταν ο Χριστιανόπουλος από την Ανατολική Θράκη. Κι έλεγε πως έζησε μια ζωή διχασμένη. Κι έλεγε πως ο πατέρας του ήταν ένας πάμφτωχος μπογιατζής. Και ντράπηκε στη ζωή του κάποιες φορές για τον πατέρα του- έπινε. Ντράπηκε όταν τον κουβαλούσαν από την ταβέρνα που μπεκρούλιαζε ως το σπίτι. Ντράπηκε όταν φώναζαν οι γειτόνισσες: «Ντίνο, βγες, έφεραν τον πατέρα σου». Και κινδύνεψε να πεθάνει από την πείνα δυο φορές ο Χριστιανόπουλος. Γι’ αυτό ίσως κι έλεγε: «Δεν είναι δυνατόν να αγνοείς την πείρα και τα βιώματα ενός ανθρώπου που υποφέρει για το μεροκάματο». Και από τις πρώτες δουλειές που έκανε ήταν βιβλιοθηκάριος. Και όταν του έλεγαν πως ήταν δύσκολη περίπτωση, απαντούσε: «Και γιατί, παρακαλώ, με θεωρείτε δύσκολη περίπτωση; Δεν είμαι σκύλος, δεν δαγκώνω!» Κι όταν του έλεγαν για τον στίχο του : «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως είμαι ο σπόρος» εκείνος έλεγε πως ναι, είναι. Είναι σπόρος. Και όταν του έλεγαν για τους χρυσαυγίτες εκείνος έλεγε: «Αυτοί δεν είναι απλά ανθέλληνες, είναι φαρδιές κουράδες!» Και δίδαξε αντιρατσισμό με τον τρόπο του. Όταν μια φορά μπήκαν στο σπίτι του και τον έκλεψαν κι όλοι φώναζαν «Το έκαναν οι Αλβανοί!» εκείνος είπε: « Ατάραχος, λοιπόν, εγώ, ενώ ο αστυνόμος δίπλα μου έτρεμε. Δε λέω ότι με λήστεψαν μετανάστες, ούτε ποτέ είπα τίποτα απολύτως, αλλά στην πολυκατοικία ήταν σίγουροι: ”Αλβανοί το κάνανε”. Όλοι! Θαρρείς και ήταν συνεννοημένοι κατά των Αλβανών. Τι να πω, βλέπω έξαρση ρατσισμού, αν και δεν είναι τωρινό φρούτο αυτό. Ως Έλληνες είμαστε δύσπιστοι ως προς καθετί μη ελληνικό.»
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε 289 ποιήματα. Ούτε 300 δηλαδή, έλεγε. Και ζούσε με τις γάτες του. Που έλεγε πως «Ερωτεύονται αβέρτα. Τελειώνει η μια, αρχίζει η άλλη». Και τη μια του τη γάτα την ονόμασε Μιραμάρ. Ισπανοεβραϊκό όνομα. Που σημαίνει Καθρέφτης της θάλασσας. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος που είπε πως σε κανένα ποίημα δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «Καθρέφτης», που αρνήθηκε τα βραβεία, που έλεγε τους ναζί «κουράδες», ναι, αυτός είναι ο αιώνια αγαπημένος μου ιδιότροπος που πάντα με σώζει από τον συντηρητισμό που μας περικυκλώνει, τις καμουφλαρισμένες "σωστές" λέξεις, την υποκρισία των πελατειακών γραφών, τις χαζοντροπές αλλά κυρίως την απίστευτη βαρεμάρα που με ζώνει κάπου-κάπου. Ας είναι. 

Γ.Κ.(παλιότερο κείμενό μου)|

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο