Γιώργος Λ. Οικονόμου

 

ΒΑΡΔΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ

θέλω να μιλήσω
για τις γυναίκες αυτές
που πέρασαν όλο το βράδυ ξάγρυπνες
κρατώντας σ’ ένα κρεββάτι νοσηλείας
το χέρι ενός μοναχικού ανθρώπου

και το πρωί πριν τον αφήσουν
έσκυψαν και τον φίλησαν με συμπόνια
γιατί είδαν από κοντά πόσο αγώνα έκανε
τον θάνατο να ξεγελάσει
για μια ακόμα φορά

Για τις γυναίκες
που όταν φτάσουν σπίτι
θα το ξεχάσουν όλο αυτό
και θα πιαστούν με τα καθημερινά

γιατί η ζωή δεν σε ρωτάει
πόσο θάνατο είδαν τα μάτια σου

αλλά αν έχεις τη δύναμη
παρ’ όλα αυτά
να συνεχίσεις

 

 

ΑΥΤΟΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ

Τι όμορφα που ζουν
οι αγαπημένοι μες στις φωτογραφίες
κι ας στάθηκε σκληρός ο χρόνος μαζί τους

αυτοί εξακολουθούν
να σηκώνουν ψηλά το ποτήρι
αφήνουν το χαμόγελό τους ακέραιο
φέρνουν μια στροφή στη μέση της πίστας
με το αγαπημένο τους τραγούδι

Περήφανοι μ’ ένα λουλούδι στο στόμα
ξέροντας καλά πώς να κρατούν
έξω απ’ τη φωτογραφία
τα σφάλματα

που τους ακρωτηρίασαν

 

 

ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Άνδρες μελαμψοί κι αγόρια
κοντές σκουρόχρωμες γυναίκες
και ξανθά κορίτσια
τους δρόμους της γενέτειρας
χρωματίζουν
φούστες πλουμιστές
μάτια κάρβουνα

Ψάχνουν στα σκουπίδια
Θεέ μου να βρουν
τον χαμένο μας παράδεισο

 

-------

Ένα πρωί θα σηκωθώ
χωρίς τσιγάρο κι αναστεναγμό.
Ήρεμος δίχως βιασύνες
θα φορτωθώ όλα τ’ απαραίτητα υλικά.
Ένα χαμόγελο, μια «καλημέρα»,
κι ύστερα
μια – μια με τη σειρά
όλες του κόσμου
τις κλειδαμπαρωμένες φυλακές
θ’ ανατινάξω.
Φυλάξου! Από σένα θ’ αρχίσω!

 

------

Κάθε μεσημέρι, στο ίδιο φανάρι, απλώνει το χέρι.
Στο ίδιο φανάρι, κάθε μεσημέρι, κλείνω τα μάτια.
Τον βλέπω στον τόπο του, μικρό παιδί, πρόσχαρα να απαντά
σε όσους τον ρωτούν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.
“Δικαστής!”. Και τα κατάφερε!
Κάθε μεσημέρι, στο ίδιο φανάρι,
δικάζει την τακτοποιημένη μου ζωή
Κι έχει στα μάτια τη συγχώρεση Θεέ μου…

 

-------

Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου
“Διψάς;” με ρώτησε
“Όχι μαμά”
“Κρυώνεις;”
“Όχι μαμά”
“Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω”
“Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να ‘μαι παιδί, μάνα” της είπα
κι έμεινε.

  

 ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ

Τα ποιήματα μου μοναχικά
και λυπημένα
μα η ψυχή μου ήσυχη

αφού κατάφερα
και τα ‘βγαλα στο φως.

Με τον καιρό
θα βρουν κι αυτά
τον άνθρωπό τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο