Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2023
  Το θέμα δεν ήταν ποτέ η κοκκινοσκουφίτσα. Το θέμα ήταν ο λύκος. Το κοριτσάκι ήταν ένα οποιοδήποτε κοριτσάκι, θα μπορούσε να ήταν αγοράκι αλλά, για την εποχή εκείνη ήταν παρατραβηγμένο. Άλλωστε, τα κοριτσάκια ματώνουν σωματικά, εκτός από ψυχικά, πολλές φορές περισσότερο απ’ όσες τα αγοράκια. Έτσι το θέλησε η Φύση. Να ματώνουν από έρωτα, να ματώνουν από αγάπη. Κάτι κοφτερό να τις πληγώνει, να μπήγει τα δόντια του στην απαλή τους σάρκα, κάτι άγριο, ένας λύκος ας πούμε. Αυτός ήταν πάντα το θέμα, η φύση του, η σαγήνη, η υπόσχεση θαλπωρής, η απάτη, ο πόνος. Από την άλλη έχουμε μόνο προσφορά και το κόκκινο του αίματος. Ο λύκος, ο Λύκος, περιμένει να του χτυπήσεις την πόρτα. Δεν ψάχνει, τον ψάχνεις. Όταν τον βρίσκεις ξέρεις πολύ καλά ότι είναι λύκος, είναι ξεκάθαρο. Ρωτάς πράγματα για να πείσεις τον εαυτό σου. Δεν είναι μεγάλα τα μάτια από αγάπη αλλά από λαγνεία. Το στόμα δεν είναι μεγάλο για να φιλάει τρυφερά αλλά για να δαγκώνει. Η γούνα στα χέρια δεν είναι απαλή, βρωμάει λάσπη. Είναι ένα
Μέσα σου ανατέλλει η ζωή. Τη φύση σου περιτριγυρίζει ένας συρφετός άνομων πράξεων . Η ομορφιά δεν είναι ένοχη ακόμα κι όταν στέκεται γυμνή. Ένοχη τη θέλησαν οι χυδαίοι καθωσπρέπει καταπατητές της. Ασελγώντας, μπήγοντας τα νύχια βαθιά στο κορμί και στην ψυχή τα πελώρια μάτια δακρύζουν ένα τομάρι γλιστρά πάνω στα κύτταρα που νέκρωσαν. Η αλήθεια δεν τρομοκρατείται βγαίνει και μιλά ομολογεί τη φρίκη. Μια γυναίκα φώναξε, στάθηκε όρθια μπροστά στο βωμό του μαρτυρίου οι ανθρωποθυσίες έχουν τελειώσει προ πολλού. Στην αγχόνη σέρνονται πια οι ασελγείς της ζωής. Δημήτρης Καρπέτης
  Γιώργος Σαραντάρης Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει... Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε, σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα, παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους, τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου και στη σκόνη του καιρού.   Σημαίνει πως φοβόμαστε και η ζωή μάς έγινε ξένη, ο θάνατος βραχνάς.   Έχω δει τον ουρανό   Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου Με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του Με τη γλώσσα μου μίλησε Γίναμε αδελφοί και κουβεντιάσαμε Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε Σαν να ήταν ο καιρός όλος μπροστά μας Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε Που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι.   Μόλις Πεθάνει Μόλις πεθάνει Η αγάπη Θέλει σιωπή μεγάλη Για να 'βρει στην άκρη του πόνου Την περίφημη λίμνη Τη λήθη.   Γιατ ὶ τ ὸ ν ε ἴ χαμε λησμονήσει Μπορε ῖ ἕ νας ἀ π ὸ μ ᾶ ς ν ᾿ ἀ γαπήσει μία γυνα ῖ κα; Ἂ ς βγε ῖ ἔ ξω Ἂ ς περπατήσει πρ ὸ ς τ ὴ θάλασσα Ἂ ς τραγουδήσει
 ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ   Μητέρα θλίψη Φανερώσου Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη Στρατιές μοναχικών δημίων Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων Με τις λιγδιάρικες στολές τους Να λαμπυρίζουν Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών Αναλογίσου όλους εμάς Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες Με παντόφλες και κέρατα Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες Όλους εμάς Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι Με υπεριώδη βλέμματα Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας Και μουχλιασμένους μύθους Αναλογίσου μας και φανερώσου Με το επίσημο σου ένδυμα Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια Ροκάνισε το θάνατο Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου Φανερώσου Μητέρα θλίψη Δεν την αντέχουμε πια Τόση ορφάνια Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες Γεμάτοι οργή κι απόγνωσ
Νύχτα και μέρα μετρώ τους κρίκους της αλυσίδας περασμένης στο χέρι σαν κόσμημα, δώρο για τα χρόνια που θυσιάστηκαν στο βωμό των ισχυρών. Βαριές οι ώρες γεμάτες κόπο και ιδρώτα καμαρώνοντας τη λάμψη τους στον καυτό ήλιο. Ορίζοντας που φτάνει μέχρι την άκρη των κρίκων απαγορευμένος τόπος εκεί που το μάτι αναζητά τον ουρανό. Τόπος άγνωστος γι’αυτούς που χρόνια τώρα αλυσοδέθηκαν ακολουθώντας το καλό παράδειγμα, γι’αυτούς που έγιναν υπόδειγμα σκλάβου στην δούλεψη κάποιου Ρωμαίου κατακτητή του τώρα. Μόνο πληγές και ματωμένα δάκρυα αυτά που του χάρισαν τα σιδερένια περιδέραια, καθώς ο ιδρώτας τρέχει στην άκρη του ματιού του ορίζοντας μικρός και άπιαστος. Αλυσίδες αιώνων που έκλεισαν τα όνειρα σε χώρο που φυλάσσεται με πείσμα μήπως και πάψει ο σκλάβος να προσφέρει τη ζωή του στο βωμό των ισχυρών. Ώρες ατέλειωτες οι ώρες της θυσίας ασήκωτες οι προσταγές τους. Ώρες ελάχιστες οι στιγμές ελπίδας που ξεδιψούν τα ξεραμένα χείλη των δούλων! Δημήτρης Καρπέτης