Το θέμα δεν ήταν ποτέ η κοκκινοσκουφίτσα. Το θέμα ήταν ο λύκος. Το κοριτσάκι ήταν ένα οποιοδήποτε κοριτσάκι, θα μπορούσε να ήταν αγοράκι αλλά, για την εποχή εκείνη ήταν παρατραβηγμένο. Άλλωστε, τα κοριτσάκια ματώνουν σωματικά, εκτός από ψυχικά, πολλές φορές περισσότερο απ’ όσες τα αγοράκια. Έτσι το θέλησε η Φύση. Να ματώνουν από έρωτα, να ματώνουν από αγάπη. Κάτι κοφτερό να τις πληγώνει, να μπήγει τα δόντια του στην απαλή τους σάρκα, κάτι άγριο, ένας λύκος ας πούμε. Αυτός ήταν πάντα το θέμα, η φύση του, η σαγήνη, η υπόσχεση θαλπωρής, η απάτη, ο πόνος. Από την άλλη έχουμε μόνο προσφορά και το κόκκινο του αίματος. Ο λύκος, ο Λύκος, περιμένει να του χτυπήσεις την πόρτα. Δεν ψάχνει, τον ψάχνεις. Όταν τον βρίσκεις ξέρεις πολύ καλά ότι είναι λύκος, είναι ξεκάθαρο. Ρωτάς πράγματα για να πείσεις τον εαυτό σου. Δεν είναι μεγάλα τα μάτια από αγάπη αλλά από λαγνεία. Το στόμα δεν είναι μεγάλο για να φιλάει τρυφερά αλλά για να δαγκώνει. Η γούνα στα χέρια δεν είναι απαλή, βρωμάει λάσπη. Είναι ένα τέρας μπροστά σου, είναι ολοφάνερο. Δεν προλαβαίνεις ούτε να το βάλεις στα πόδια, πόσο μάλλον να αρχίσεις ερωτήσεις για πράγματα που ξέρεις ήδη. Δε γίνεται όμως διαφορετικά. Πριν χτυπήσεις την πόρτα, ήξερες ότι θα βρεις λύκο μέσα. Γιατί στο δάσος που γυρνάς υπάρχουν μόνο λύκοι, ίδιοι όλοι, το νυχτικό που φοράνε αλλάζει μόνο. Ακόμη και κείνος ο ουρανοκατέβατος ξυλοκόπος, λύκος μασκαρεμένος κι εκείνος. Σε σώζει μόνο και μόνο για να σε φάει. Στο σπίτι ή στο δάσος εκείνος είναι μόνο, ο ένας λύκος, κι εσύ το ξέρεις καλά παρ’ όλα αυτά πηγαίνεις, τον ψάχνεις. Γιατί έτσι έχεις μάθει, να πρέπει οπωσδήποτε να ματώσεις, να προσφέρεις, το αίμα σου στον Λύκο, να θυσιάζεσαι, να αγαπάς. Αυτό θες να κάνεις μόνο, να αγαπήσεις, Εκείνος όμως ζητάει το μερίδιό του, τους χτύπους της καρδιάς σου που χάνονται. Αυτό πάντα ήταν το θέμα, ο Λύκος, η εξαπάτηση. Ακόμη κι όταν βλέπεις τις πληγές που σου άφησε, και σέρνεις πίσω σου ένα ρυάκι αίμα, πάλι την πόρτα στο σπιτάκι θα χτυπήσεις, να μπεις μέσα, να κουλουριαστείς σε μια γωνιά, να σου δώσει ζεστό γάλα με μέλι. Ακόμη κι όταν βλέπεις τη λασπωμένη, μαύρη γούνα στο χέρι που σου προσφέρει το φλιτζάνι, εσύ το παίρνεις και κάπου μέσα σου πιστεύεις ότι θα σε αφήσει να ζεσταθείς σε μια γωνιά της μικρής του καλύβας, ίσως σου πει και κανένα παραμύθι για να αποκοιμηθείς. Και όταν τα βλέφαρα θα κλείνουν απαλά, απέναντι από το χαμόγελο της μακρινής σου ελπίδας θα   αποκαλύπτονται δόντια τεράστια και κοφτερά. Ακόμη κι εκείνη, την τελευταία στιγμή, πίσω δεν θα κάνεις. Απλώς θα κλείσεις τα μάτια και θ’ αρχίσεις να ονειρεύεσαι πως ο λύκος είναι καλός


Γιάννης Ρώσσης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο