Στο ανάκλιντρο

 

 - Το όνομα σας; με ρωτάει ο ξένος με το μπλε κοστούμι και τα μαύρα γυαλιά από ταρταρούγα.

Το δωμάτιο ξέχειλο από εκμυστηρεύσεις χρόνων, έχει στήσει αφτιά και αφουγκράζεται τα χείλια μου. Δεν βαρέθηκε τόσα χρόνια λαθρεπιβάτης σε αορίστους χρόνους; αναρωτιέμαι.

- Δεν έχω ένα, απαντώ. Στην αρχή με είπαν Ευγενία, της γιαγιάς της Σμυρνιάς, τάχα η συνέχεια. Η μάνα με φώναζε Εύα. Κι εγώ έμπαινα κι έβγαινα και απ' τα δυο. Δε με χωρούσαν. Στο Νεφέλη ακούμπησα την εφηβεία μου και τα πρώτα άγουρα ποιήματα.

Και να 'σου τώρα εσύ, να μου στέκεσαι σαν κόμπος στον οισοφάγο. ''Πες, πες, πώς σε φώναζα εγώ''; ανεβοκατεβαίνεις στο λάρυγγα μου και μου προκαλείς παλινδρόμηση πάλι με την εισβολή σου.

Τι θέλεις; Γιατί με βασανίζεις; Δεν σου είπα να εξατμιστείς μέσα στα επιπλέοντα σφάλματα μου; Θέλει αλήθειες ο ειδικός. Κι εσύ, ένα κατακόκκινο ψέμα να σκορπάς εδώ κι εκεί τη γύμνια μου, πώς να σε φανερώσω; Πώς να με φανερώσω;

Πού είχαμε μείνει; Α, ναι...

Για στιγμές, για λίγες στιγμές απατηλής αιωνιότητας, με φώναζαν Μελίνα, συνεχίζω. Πάλι δεν το διάλεξα εγώ. Πάλι χατήρια έκανα. Κι ύστερα μεγάλωνα και καθρεφτιζόμουν σε πολλαπλές αντανακλάσεις, με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά και κουρασμένες επαναλήψεις. Γιατί θα πρέπει να βγουν όλες αυτές οι μορφές μου στην επιφάνεια; Και το δωμάτιο γιατί θα πρέπει να ξεγυμνώσει τα πέπλα της Ιόλης μέχρι να αντικρύσει το γυμνό κορμί της; Γιατί δεν σου είπα... Στο Ιόλη βρήκα την απουσία μου επικυρωμένη. Διάσπαρτη από φόβους κι εκείνη, κομμένους όμορφα σε γυάλινες μικρές λεπίδες να καίνε το πρόσωπο, αναζητά ένα τελευταίο πρόσχημα να σώσει τα θλιμμένα σύμφωνα. Εκεί έμεινα για χρόνια. Εκεί έστηνα στίχους πειθαρχημένους. Τους γύμναζα να με ακολουθούν από απόσταση, σιωπώντας τα δάκρυα από το μπ και το ντ.

Για χρόνια δεν είχα όνομα. Κρέμαγα την ανωνυμία μου στην είσοδο μαζί με ό,τι με λυπούσε και ένιωθα ελεύθερη. Όπως όταν έφτιαχνα δικές μου λέξεις από πηλό. Εκείνες τις χωμάτινες με την τσίκνα θανάτου να αιωρείται τις νύχτες σαν ομίχλη πάνω από τα βρεγμένα φωνήεντα, εκείνες που κρέμονταν σαν λαιμητόμος στα μάτια των αναγνωστών. Και το χαιρόμουν, δεν το κρύβω. Χαιρόμουν αυτή την αγωνιώδη κατακρήμνιση στην απάτη του λόγου. Σ' αγαπούσα. Ήθελα να σου μοιάσω.

Πώς βρέθηκα βυθισμένη στο κρεβάτι του αγνώστου με τα κοκκάλινα γυαλιά, δεν ξέρω.

Ίσως γιατί με ακούει και δεν μιλάει. Ίσως γιατί κουράστηκα να σε παραλείπω και θέλω πια να σε ελευθερώσω σε μια τελευταία πρόσθεση.

Ίσως γιατί η ανωνυμία βάρυνε πολύ και έγειρε η κρεμάστρα μαζί με τους τοίχους.

 

Τελικά, ίσως πρέπει πάλι να στοιβάξω τα ονόματα μου σε ένα σωρό, μαζί με τις παραχαράξεις, τις αλλοιώσεις και τις παραμορφώσεις, μήπως και η διάσπαρτη στους παρατατικούς εικόνα μου, μπορέσει και συντριβεί σε ένα μέλλοντα ακατέργαστο.

Μήπως σε συνθλίψει μέσα μου, μήπως με συνθλίψει στην οριστική σου απουσία...

 

Το όνομα σας γιατρέ;


Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο