Γιάννης Σκαρίμπας

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!

Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .

 

 ΟΥΛΑΛΟΥΜ 

Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

 

Σπασμένο Καράβι

Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι –
με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι νάναι! –
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιτάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη –
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
έτσι να ‘μαι –
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό, να κοιμάμαι.

 

|Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε  στην Αγία Ευθυμία Φωκίδας στις 28 Σεπτεμβρίου του 1893. Ήταν λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί. Πέθανε στις 21  Ιανουαρίου 1984 στην Χαλκίδα|

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο