ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ

 

Μητέρα θλίψη

Φανερώσου
Με τα σκοτάδια σου να χαμογελούν
Την πέτρινη αγκαλιά σου να ορέγεται ακόμη
Στρατιές μοναχικών δημίων
Τους πειρατές των εφτά σκουπιδότοπων
Με τις λιγδιάρικες στολές τους
Να λαμπυρίζουν
Στη διάταξη των μικρών και των μεγάλων φαλλών
Αναλογίσου όλους εμάς
Που καρτερούμε τυλιγμένοι σε μολυσμένες ρόμπες
Με παντόφλες και κέρατα
Ρίχνοντας χαμόγελα νάρκες στους καχύποπτους γείτονες
Όλους εμάς
Που φτυαρίζουμε αποκαμωμένοι το σκοτάδι
Με υπεριώδη βλέμματα
Και στρώνουμε δείπνα συντροφικά
Και μοιραζόμαστε ψίχουλα μπαγιάτικιας δόξας
Και μουχλιασμένους μύθους
Αναλογίσου μας και φανερώσου
Με το επίσημο σου ένδυμα
Με τα δόντια σου τα κοφτερά τα δίκαια
Ροκάνισε το θάνατο
Που καρφιτσώθηκε στα κόκαλα μας
Και ξαναβάφτισέ μας γιους σου
Φανερώσου
Μητέρα θλίψη
Δεν την αντέχουμε πια
Τόση ορφάνια


Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις
βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι’ απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω

Τα κανονικά παιδιά

 
Πες μου τι γίνεται μ' εκείνα τα παιδιά
Που αν και γεννιούνται κανονικά
Δεν μεγαλώνουν κανονικά
Δεν ονειρεύονται κανονικά
Ούτε ερωτεύονται κανονικά
Πες μου αν πεθαίνουν
Πες μου αν πεθαίνουν κανονικά


Σ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι (Οι ανάσες των λύκων)

 
Καλοκαίρι του 2005, παντζούρια κλειστά, μα ο αέρας μπουσουλούσε από τις γρίλιες. Σούρουπο και έχω στα χέρια μου ίσως το πιο σκοτεινό αλλά ίσως και το πιο ελπιδοφόρο δώρο που μου έχουν κάνει. Ένα βινύλιο βγαλμένο από το συρτάρι του χρόνου! Η απόφαση μα και η προσμονή, καθώς επέστρεφα σπίτι μετά τη δουλειά, να το ακούσω μαζί με την κοπέλα μου, πίνοντας κρασί στο μέσο του σαλονιού ήταν θέμα δευτερολέπτων.


Γελούσες κι έλιωναν τα σύννεφα κι οι λύπες μου,
σ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι ήμασταν μόνοι,
ξάπλωνα κι είχα το κεφάλι μου στα πόδια σου,
κι άκουγα το χορτάρι να μεγαλώνει
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο