Γιάννης Βαρβέρης

1.

Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω –
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή
κι αποτεφρώνονται.



2.


Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.

Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
πού ποτέ σου δε φαντάστηκες.

Δεν έχεις θέση τώρα
τί ζητάς
ανάμεσα σε μένα
και στο σώμα σου.



3.


Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς

Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
- Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω....



4.


Παίζουμε τους ζωντανούς;
 Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου.
 Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο μ’ αγκαλιάζω μέ φιλάω
είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου
το Σάββατο θα πάμε σινεμά
την Κυριακή θα φάμε έξω
και σε σφίγγω στη σκιά μου
 αυτήν που έχω στους πνεύμονες
και δε θα σε προλάβουν
 μονάχα μην υποπτευθείς
 γι’ αυτό
 ανάβω και τσιγάρο:
 -Μπαμπά, πάλι τσιγάρο;
μ’ ακούω να λέω
αλλά δεν ξέρω πια
ποιος απ’ τους δυο
καπνίζει και ποιος κλαίει.



5.


Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι 

Μεγαλώσαμε και είμαστε
πολύ πικραμένοι.

Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
μια πλήξη πια
υγιείς εμείς
μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.

Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
Εχομε τόσα
που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.

Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
μάς παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε
ποθούσε τη σοφία.

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
πικραμένοι.

Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.



6.


Τα μάτια των δολοφόνων

Μετά το έγκλημα
έχουν οι δολοφόνοι
τα πιο αθώα μάτια.

Έκπληκτοι μπρος απ’ τα πολύχρωμα γλυκά
εκστατικοί στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν
στα λαϊκά μελό 4-6
δακρυσμένοι.
Ντρέπονται για το ύψος τους στους δρόμους
βυθίζουν με μανία τα χέρια
στις ρηχές τσέπες του πέτσινου
πάνε γωνιά γωνιά μη και μας σπρώξουν.

Αν ήταν δυνατό από μια μεριά
να δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:
Με λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό
σαν πιπίλα που γλίστρησε αργά.
Αλίμονο σ’ εμάς
με τη σκανδάλη στα μάτια.



|Ο Γιάννης Βαρβέρης  γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ήταν ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Απέσπασε το Κρατικό βραβείο Κριτικής -Δοκιμίου  (1996), το Βραβείο Καβάφη για την ποιητική συλλογή Ποιήματα 1975-1996 (2001), το 2002 το  Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» για την ποιητική συλλογή Στα ξένα και το 2010 το Βραβείο ποιήσεως του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Έργα του είναι: Εν φαντασία και λόγω, Το ράμφος, Αναπήρων Πολέμου,Άκυρο θαύμα κ.α. Πέθανε τον Μάη του 2011.|

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο