Νικόλας Άσιμος

1.

Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.


2.

Δεν πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια
Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια
Κι αυτοί που μας μιλούν πως θέλουν το καλό μας
Ποτέ τους δεν ακούν το δίκιο το δικό μας

Δεν είναι αυτή ζωή κι από τ' αφεντικά μας
Δεν είναι ανθρώπινα τα μεροκάματά μας
Αυτοί καλοπερνούν και 'μεις αγωνιάμε
Αν θάχουμε δουλειά για νάχουμε να φάμε

Το δίκιο μας εμπρός να βγάλουμε στους δρόμους
Μπουρλότο και φωτιά σε κράτος κι αστυνόμους
Τον ξέρουμε καλά της γης μας τον αφέντη
Μας έμαθε πολλά το αίμα του Νοέμβρη

Δε πα να μας χτυπάν με όλμους και κανόνια
Δεν πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια
Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία
Για μας για μια ζωή πιο λεύτερη πιο νέα

"Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
Εμείς καθόμασταν τα βράδια
Και ζωγραφίζαμε σκηνές απ' την αυριανή ευτυχία του κόσμου"

Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας

Θα βάλουμε μπροστά τη μαύρη και την κόκκινη σημαία
Μ' αγώνα η λευτεριά μας είναι αναγκαία


3.

Έχω ένα παπάκι να μου κάνει πα
να μου κάνει πα, πα, πα
Και ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει
που όλο μου κουνάει τ' αφτιά
Και δε μου καίγεται καρφί
αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς
Ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ' έχουν θάψει ή θα έχω μα
ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
Και ας συνήθισες και ας συνήθισες και εσύ.


4.

Αποκομμένος απ' όλους κι απ' όλα
Σε μαγεμένη τροχιά
Πήρα το δρόμο να φύγω μα ήρθα
Τίποτα δε μ' ακουμπά
Στον παράξενο μου χρόνο

Ξέρουμε πως είναι ψέμα
Μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
Να σ' αγκαλιάσω να μ' αγκαλιάσεις
Να ξεγελιέσαι να ξεγελιέμαι
Να σ' αγαπήσω να μ' αγαπήσεις
Έστω για λίγο για τοσοδούλι
Σα ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά
Μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά
Στων προσώπων μας τις ζάρες

Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες
Δίχως καβάντζα καμιά
Ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας
Και η ψυχή μου πηδά
Στου απέραντου τη ψύχρα

Θες ν' αγγίξεις την αλήθεια
Για βγες απ' έξω απ' τη συνήθεια
Σύρε κι έλα να με λούσεις
Κι ας είμαι της καθαρευούσης
Να σ' αγαπήσω να μ' αγαπήσεις
Έστω για λίγο για τοσοδούλι
Δρεπανηφόρα άρματα περνάν
Στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν
Ασυγκίνητο σ' αφήνει

Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
Θωρακισμένε καιρέ
Με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
Σε πλησιάζω μωρέ
Μ' αυταπάτες πια δεν έχω

Ξέρουμε πως είναι ψέμα
Μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
Δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
Να περπατάν σαν καβουράκια
Πλάγια κι ακριβά τα χάδια
Φως αχνό μες στα σκοτάδια
Μ' ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
Στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
Venceremos venceremos


5. 

Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δεν θα’ μια πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.
Όσο υπήρχα με φοβόσουν.
Όσο υπήρχα δεν με άντεχες.
Δεν είχες την δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά άμα στο ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με την φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Και ας σου φαίνεται γέλιο.
Και ας μου φαινόταν γελοίο.


| Ο Νικόλας ο Άσιμος, ο ποιητής των Εξαρχείων, ο ποιητής που αναζητούσε κροκανθρώπους γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949.

Ο μπαγάσας που πάλεψε με δαίμονες, φαντάσματα και εγκλεισμούς στα ψυχιατρεία εξαιτίας σχιζοειδούς διαταραχής, που έλεγε πως όσο υπήρχε τον φοβόσουν, δεν τον άντεχες, δεν είχες τη δύναμη να μείνεις δευτερόλεπτο κοντά. Που όταν άκουσε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να λέει «θα πατάξωμεν την αναρχία» αποφάσισε να γίνει η αναρχία που δεν πατάσσεται ποτέ.

Ο Νικόλας που Άγιος δεν ήταν. Ήταν ένας εξαίρετος ποιητής με απίστευτες ήττες, ματαιώσεις, λάθη στην ανθρωπινή ζωή. 

Ο Νικόλας έβαλε μια μέρα τέλος στη ζωή του. Κρεμάστηκε στα 38 του στις 17 Μαρτίου 1988. Κρεμάστηκε ένα ξημέρωμα από σωλήνα ύδρευσης στο μαγαζόσπιτό του, στα Εξάρχειά του.

Ο Νικόλας Άσιμος, που μ' ένα του πήδο στο μαγκανοπήγαδο της ήττας του πέρασε. Που δεν άντεξε. Που λύγισε. Που παραδέχθηκε την ήττα.

Venceremos όμως- κάποια στιγμή συλλογικά- αργά ή γρήγορα, κροκάνθρωπε.

Venceremos, Venceremos, Νικόλα.| Γ.Κ.

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο